φιλολογώ

φιλολογώ
(ε) αμετ.
1) заниматься филологией; 2) заниматься литературой; 3) заниматься беллетристикой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φιλολογώ" в других словарях:

  • φιλολογώ — φιλολογῶ, έω, ΝΑ [φιλόλογος] νεοελλ. 1. ασχολούμαι με τη φιλολογία, ιδίως την κλασική 2. ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, κυρίως ερασιτεχνικά αρχ. 1. μού αρέσει να ασχολούμαι με τα γράμματα, με τη μάθηση 2. μελετώ τους συγγραφείς 3. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογώ — 1. αμτβ., ασχολούμαι με τη φιλολογία (βλ. λ.) και μάλιστα την κλασική. 2. ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη λογοτεχνία, μελετώ λογοτεχνικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλολογῶ — φιλολογέω love learning pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλολογέω love learning pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολόγῳ — φιλόλογος fond of words masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • φιλολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [φιλολογῶ] διαλεκτικός αγώνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»